Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στο απέναντι

  • 1 απέναντι

    επίρρ.
    1) напротив, против, перед; απέναντί μου напротив меня, передо мной;

    απέναντι από το σπίτι ( — на)против дома;

    2) в счёт (чего-л.);

    απέναντι στο λογαριασμό — в счёт причитающейся суммы;

    λαμβάνω απέναντι τού μισθού ( — или στο μισθό) — получать в счёт зарплаты;

    καταβάλλω απέναντι της αξίας τού σπιτιού ένα ποσόν — вносить сумму в счёт стоимости дома;

    3) по отношению к...; по сравнению с...;

    η αμοιβή είναι μικρή απέναντι στον κόπο πού καταβλήθηκε — это вознаграждение мало по сравнению с затраченным трудом;

    απέναντί μου είναι ειλικρινής он со мной искренен, откровенен;
    § δεν. τολμώ να εμφανισθώ απέναντί του я боюсь показаться ему на глаза

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απέναντι

  • 2 μέρος

    τό
    1) часть (целого);

    μέγα μέρος — большая часть;

    τό μεγαλύτερο (μικρότερο) μέρος — большая (меньшая) часть;

    συστατικό μέρος — составная часть;

    τό μέρος τού κτιρίου — часть здания;

    τα μέρη τού σώματος (της μηχανής) — части тела (машины);

    τα μέρη της μουσικής συμφωνίας — чисти симфонии;

    ένα μέρος τού κοινού — часть публики;

    του χάρισα ένα μέρος από τα χρέη του — я ему простил часть долгов;

    σε τρία μέρη — а) в трёх частях; — б) на три части;

    παίρνω ( — или λαμβάνω) μέρος σε ( — или είς) κάτι — принимать участие в чём-л., участвовать в чём-л.;

    2) сторона (в разн. знач);

    στο αριστερό μέρος — налево, слева, на левой стороне;

    στο απέναντι μέρος τού πόταμου — на противоположной стороне реки;

    από το ένα (άλλο) μέρος — с одной (с другой) стороны;

    παίρνω το μέρ κάποιου — становиться на чью-л. сторону;

    είμαι με το μέρος σου — я на твоей стороне;

    3) край, местность; сторона (разг);

    [είμαστε από το ίδιο μέρος — мы из одной местности;

    στο μέρος μας έχουμε πυρετούς — в наших краях имеется малярия;

    σ' εκείνα τα μέρη δεν χιονίζει ποτέ — в тех краях никогда не бывает снега;

    ωραίο μέρος γιά να χτίσει κανείς — чудесное место для постройки;

    4) отхожее место, уборная;
    5) театр, роль; партия (в опере);

    αυτό το μέρος είναι πολύ δύσκολο — эта роль, партия очень трудна;

    6):

    τα μέρη τού λόγου — грам, части речи;

    § τα (Υψηλά) Συμβαλλόμενα Μέρη (Высокие) договаривающиеся стороны;

    τί μέρος τού λόγου είναι; — что за человек, что он из себя представляет?;

    εν μέρει — отчасти, частично;

    κατά μέρος ( — оставить) в стороне;

    (отбросить) в сторону;

    τ' αστεία κατά μέρ! — шутки в сторону;

    άφησε τούς δισταγμούς κατά μέρος — перестань стесняться, брось стесняться;

    αφήνω κατά μέρος — забросить, оставить;

    ! βάζω κατά μέρος — откладывать, приберегать (деньги);

    τον πήρα κατά μέρος — я его отвёл в сторону;

    εκ ( — или από) μέρους μου (του, σου κ.λ.π.) — а) от меня (тебя, него и т. д.); — от моего (твоего, его) имени;

    έχετε χαιρετισμούς εκ μέρους της — вам привет от неё;

    προσωπικά από ( — или εκ) μέρους μου — от меня (лично); — б) с моей (с твоей, с его) стороны;

    είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου — это очень мило с твоей стороны;

    επί μέρους — частично;

    οι (αί, τα) επί μέρους... — частные, особые, отдельные (вопросы, элементы и т. д.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέρος

  • 3 περνώ

    περνάω (αόρ. (ε)πέρασα) 1. μετ.
    1) переправлять, перебрасывать;

    περνώ στην απέναντι όχθη — переправить на другой берег;

    2) проводить, прогонять (через какое-л. место);

    περν τα πρόβατα από το αμπέλι — прогонять отару овец через виноградник;

    3) передавать, перекидывать, перебрасывать (мяч и т. п.);
    4) вдевать, продевать (через отверстие);

    περνώ την κλωστή στο βελόνι — продевать нитку в иголку;

    5) пронзать, протыкать, прокалывать (ножом и т. п.); пробивать, продырявливать (пулей и т. п.);
    6) пропитывать, промачивать;

    τον μουσαμά δεν τον περνάει το νερό — плащ не пропускает воду, плащ водонепроницаем;

    7) надевать (на кого-л.); накидывать (одежду);

    περνώ τα παπούτσια — надевать обувь;

    8) превосходить; опережать, перегонять;

    τον περνάει στο τρέξιμο — он бежит быстрее него;

    9) переводить (на кого-л.имущество); записывать на чьё-л. имя;
    τής πέρασε όλη την περιουσία του он записал на неё всё своё состояние; 10) записывать (на чеи-л. счёт), засчитывать (кому-л.); 11) проводить, проталкивать (закон, решение и т. п.); τον νόμο τον περάσανε στη βουλή закон провели через парламент; 12) обрабатывать (чём-л.);

    περν' κάτι με κερί — обработать что-л, воском;

    13) переносить (тж. болезнь); переживать, испытывать;
    πέρασα γρίππη я перенёс грипп;

    περνώ δύσκολα χρόνια — пережить тяжёлые времена;

    14) проводить (время и т. п.); проходить службу (где-л.);
    περάσαμε το καλοκαίρι στη θάλασσα лето мы провели у моря; πέρασα την θητεία μου στο ναυτικό я прошёл службу во флоте;

    § περν κάποιον γιά... — считать кого-л. кем-л., принимать кого-л. за...;

    γιά ποιόν με περνας; — за кого ты меня принимаешь?;

    2. αμετ.
    1) переходить, переправляться; περάσαμε απέναντι мы перешли на другую сторону;

    περνώ στην απέναντι όχθη — переправиться на тот берег;

    2) передаваться, переходить (о болезни, власти и т. п.);
    η μπάλλα πέρασε στον αντίπαλο мяч перешёл к противнику; τό σπίτι πέρασε στη νύφη του дом перешёл к его снохе; η εξουσία πέρασε στον λαό власть перешла к народу; 3) проходить мимо, миновать; τό σύννεφο πέρασε туча прошла; 4) проникать (куда-л.); проходить (через отверстие);

    νερό δεν περνάει εκεί — вода туда не проникает;

    η κλωστή δεν περνάει από την βελονότρυπα — нитка не проходит через отверстие иглы;

    5) проходить, кончаться; течь, протекать; истекать (о времени, сроке);
    μου πέρασε ο πονοκέφαλος головная боль у меня прошла; περάσανε εφτά χρόνια από τότε с тех пор прошло семь лет; πέρασε το καλοκαίρι лето (уже) прошло; πέρασε η προθεσμία срок истёк; πέρασε η μόδα мода прошла; 6) проходить, быть принятым, одобренным (о законе и т. п.); 7) иметь хождение, быть действительным (о деньгах и т. п.); 8) бывать (где-л.), регулярно приходить; часто навещать;

    πότε περνάει ο ταχυδρόμος; — когда бывает почтальон?;

    § περάστε παρακαλώ войдите, пожалуйста; милости просим;

    περνάει ο λόγος του (μου) — его (моё) слово имеет вес, его (меня) слушают, с ним (со мной) считаются;

    περνώ γιά... — считать себя..., воображать себя...;

    περνάει γιά σπουδαίος — он из себя строит важную персону;

    δεν θα σού περάσει не выйдет по-твоему;

    πώς (τα) περνάς (περνατε); — как поживаешь (поживаете)?;

    μου πέρασε από το νου пришло в голову, я подумал;

    περνώ τα γυαλιά σε κάποιον — околпачить кого-л.;

    καλά περάσαμε а) мы хорошо провели время; б) мы хорошо прожили

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περνώ

  • 4 εκτεθειμένος

    η, ο[ν]
    1) выставленный (наружу); выброшенный, выкинутый; 2) незащищённый;

    εκτεθειμένος στον άνεμο (στο ψύχος, εις κίνδυνον) — не защищённый от ветра (холода, опасности);

    3) обязанный; связанный (обещанием или обязательством);

    είμαι εκτεθειμένος απέναντι του — я ему обязан;

    4) скомпрометированный, опозоренный; представший в неприглядном виде

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκτεθειμένος

См. также в других словарях:

  • απέναντι — επίρρ. τοπ. 1. αντίκρυ: Το σπίτι του είναι απέναντι στο δικό μου. 2. σε σύγκριση, σε σχέση: Τα λεφτά είναι λίγα απέναντι στη δουλειά που έκανα. 3. (εμπορ.), για να δειχτεί ότι κάποιος έδωσε ή πήρε μέρος από ένα ποσό: Το ταμείο δίνει σήμερα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέραν — ΝΑ (επικ. και ιων. τ. πέρην) επίρρ. (ως τοπ.) 1. στο απέναντι ή στο αντίθετο μέρος, στην απέναντι πλευρά, αντίπερα κάποιου («πέραν τοῡ Ἑλλησπόντου», Θουκ.) 2. πιο πέρα από κάτι, επέκεινα («ἐπήλθε πέραν τοῡ χειμάρρου τῶν κέδρων, ὅπου ἦν κήπος»,… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • περατικός — ή, ό / περατικός, ή, όν, ΝΜΑ [περώ] 1. αυτός που κατοικεί στο απέναντι μέρος ή αυτός που προέρχεται από το απέναντι μέρος, από την απέναντι όχθη ή ακτή 2. ξένος, ξενικός νεοελλ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περατικά (ενν. μέρη) (στο Βυζάντιο)… …   Dictionary of Greek

  • Συμεών — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γέρος Ισραηλίτης ο οποίος κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ με την προσδοκία του Μεσσία. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος τον αναφέρει, σημειώνει ότι «ην αυτώ κεχρηματισμέvov υπό του Πνεύματος του Αγίου μη… …   Dictionary of Greek

  • πέραμα — Oνομασία 6 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 470 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (κάτ.) στον οποίο ανήκουν 8 κοινότητες. 2. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 230 μ.), στην πρώην… …   Dictionary of Greek

  • περαιώνω — περαιῶ, όω, ΝΑ φέρω κάτι στο απέναντι μέρος, περνώ κάποιον πέρα από ένα σημείο όπου ήταν προηγουμένως, διαπορθμεύω («περαιοῡν τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην», Πολ.) 2. περαίνω, αποπερατώνω, φέρω σε πέρας κάτι που άρχισα («ἐπεραίωσε τὸν λόγον»,… …   Dictionary of Greek

  • αντίπερα — (Α ἀντίπερα, πέραν, πέρην, πέρας Μ ἀντιπέραν κ. ἀντίπεραν) επίρρ. στο απέναντι μέρος, στην απέναντι όχθη ή ακτή, αντίκρυ («ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω για να περάσω αντίπερα»). αρχ. ως επίθ. «Ἀσίδα τ ἀντιπέρην τε» την ασιατική και… …   Dictionary of Greek

  • διεκπεραιώνω — (Α διεκπεραιῶ, όω) [εκπεραιώ] 1. στέλνω στο απέναντι μέρος, στην απέναντι όχθη 2. παθ. διέρχομαι, περνώ απέναντι νεοελλ. 1. φέρω εις πέρας, εκτελώ εντολή, υπηρεσία 2. συσκευάζω σε φακέλους, καταχωρίζω και αποστέλλω έγγραφα ή έντυπα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»